|
η : ~ του (σου κ.λ.π.) — ирон. его (твоё и т. д.) благородие; δέν τρώγει φασόλια η ~ του — [phrase]его благородие фасоль не кушает[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αφεντομουτσουνάρα? — — συνακόλουθος — δοξολόγημα — νεκρομαντεία — τσουράπι — μάντρεμα — ισοπέδωση — μποτζάρω — δολοφονία — χιλιάρικη — κόκκοτας — βουλωτήρι — απολείτουργα — μειοδότης — βεζιράτο — ελεύθερος — κράζω — ντουφεκίζω — ολονέν — δίκελλα — περισώζομαι — στύφω |
|||