|
η хим. растительный токсин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово растительный токсин? — φυτοτοξίνη как с (ново)греческого переводится слово φυτοτοξίνη? — растительный токсин — νυκτοσκοπός — ανικανότητα — ψευδοκαρένα — πρόδειπνο — νύξη — γιασμάκι — πετιμέζι — θερμοδυναμικός — παραπονεύομαι — λιβόρι — στοιχειοθετημένος — πρωρατικός — γαρώνω — καταμαρτυριά — αρθριτισμός — προβοσκίδα — ξεσήκωμα — θαλασσοποίησις — παρασημαντική — κήρυκας — κόμισσα |
|||