|
το кваканье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кваканье? — κόασμα как с (ново)греческого переводится слово κόασμα? — кваканье — μακαρονοποιός — ανεξάλειπτος — βαρογράφος — βλακόμουτρο — σκανδαλώδης — γηροκομώ — πετσετοθήκη — σπάρτο — εξυβρίζω — άχρωμος — δακτυλοδεικτούμενος — σημασία — αντιδογματικός — παλιόβλαχος — πελούζα — κατάμακρα — λογγιά — φιλεύσπλαγχνος — κατατρίβω — παλληκάρι — κρίνομαι |
|||