|
перископный, относящийся к перископу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перископный? — περισκοπικός как на (ново)греческом будет слово относящийся к перископу? — περισκοπικός как с (ново)греческого переводится слово περισκοπικός? — перископный, относящийся к перископу — απομιμούμαι — μπαμπούλης — τριπλούς — ανισόβαρος — μανέλλα — γυναικομανία — δαπάνη — ηλεκτροκαλλιέργεια — δυσμετάπειστος — ξωτάρισσα — συναπάρτισμα — λουλουδάτος — εξαχνώ — νησί — συχνότης — συγκοπή — απροδιάθετος — φυτοκόμος — λεπτομερής — ξελαρυγγίζομαι — περιοδεία |
|||