|
II ο мозоль (на ноге); === τού πατώ στόν ~ο — наступить на любимую мозоль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мозоль? — κάλλος как с (ново)греческого переводится слово κάλλος? — мозоль — κακογράφω — πιτύργιασμα — επίκρανον — κουρίτα — σαράφισσα — αζούλιστος — πινιά — αυγουλάτο — σκεπτικίστρια — περιδιάβαση — ακαταστασία — μωροπιστία — βεβηλωτής — αφρούρητος — εμβρυουλκός — εκκαθαρίζω — διεξοδικός — κουκουλλιάζω — οδόστρωμα — σαρακοστεύω — μονημεριάτικα |
|||