|
η обтёсывание (дерева, камня и т. п.); рубка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обтёсывание? — πελέκηση как на (ново)греческом будет слово рубка? — πελέκηση как с (ново)греческого переводится слово πελέκηση? — обтёсывание, рубка — εθνογραφία — ανομοιώνω — μουρμουρητό — διήθηση — μισογεμάτος — επιψεκασμός — μεταπλαστός — μελοδραματικός — αναμάλλιασμα — ανατρίπτης — αγρυκνώ — ανατομή — παλικαρισμός — επακόλουθο — παραλήρημα — αναδέω — απύρηνος — μωρό — κακοτεχνία — υφίσταμαι — έγκλημα |
|||