|
армянский; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово армянский? — αρμενιακός как с (ново)греческого переводится слово αρμενιακός? — армянский — ορνιθοσκαλίσματα — μεταγραμματίζω — μονόστηλο — κόρος — γκρεμοτόπι — αλογινός — ταχύγλωσσος — μοδιστρούλα — χαλικοδόμος — επίκριμα — φιλοκίνδυνος — αρχιλογιστής — ανεξουσιοδότητος — υποζευγνύω — αεροπορικός — μετουσίωση — συμμαχία — υπογένειον — αντιδικία — αντωνυμικός — λιόκαλος |
|||