|
ο : ετράβηξε τών παθών του τόν τάραχο — [phrase]он много испытал[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τάραχος? — — συγκυριακός — εδώλιο — πλημμυρισμένος — σκληρωτικός — αβιομηχανοποίητος — αναζωογονητικά — λογοκόπος — θέσεις-κλειδιά — ἧττα — ενότητα — αδιόρατος — πλεονέκτημα — συμβίωση — κεφαλαίος — φιλέκδικος — υποκάτω — άνωθεν — βασιλοπούλα — κρυπτογράφηση — δικτατορικός — βαθερός |
|||