τάραχ|ος

формы словаβ
τάραχ|ος
ο :
          ετράβηξε τών παθών του τόν τάραχο — [phrase]он много испытал[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово τάραχος? —


συγκυριακόςεδώλιοπλημμυρισμένοςσκληρωτικόςαβιομηχανοποίητοςαναζωογονητικάλογοκόποςθέσεις-κλειδιάἧτταενότητααδιόρατοςπλεονέκτημασυμβίωσηκεφαλαίοςφιλέκδικοςυποκάτωάνωθενβασιλοπούλακρυπτογράφησηδικτατορικόςβαθερός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit