|
признаваемый, признанный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово признаваемый? — ομολογούμενος как на (ново)греческом будет слово признанный? — ομολογούμενος как с (ново)греческого переводится слово ομολογούμενος? — признаваемый, признанный — κλεφτότοπος — χρηματαγορά — ολο- — αγκάθα — κορίτσαρος — ειπείν — φουντώνω — θηλυγονία — εκχυδαΐζομαι — φυσούνα — νοολογία — ναυπηγήσιμος — σφαμός — ενθουσιασμένος — δύσμορφος — βρόντημα — απάντηση — ελαιέμπορος — κούκκος — χρηματολογία — ανοπτώ |
|||