|
η 1) заблуждение, ошибка; είναι θύμα δικαστικής ~ης — [phrase]он жертва судебной ошибки[/phrase]; βγάζω από τήν ~ — вывести из заблуждения; ευρίσκομαι εν ~ — заблуждаться; 2) рубанок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заблуждение? — πλάνη как на (ново)греческом будет слово ошибка? — πλάνη как на (ново)греческом будет слово рубанок? — πλάνη как с (ново)греческого переводится слово πλάνη? — заблуждение, ошибка, рубанок — μύτη — ασχιστός — αποδίωξη — σλαυικός — κωλάκι — γόης — δίδω — αναθιβάνω — ακατάπειστος — καταμετρητικός — τακτοποίηση — πρωτοποριακότητα — βουρκονέρι — αποστιλβώνω — τρίκωχος — αεροναυτικός — προσανάβαση — ευκολύνομαι — ανέμισμός — αντιστοίχως — συντροφιάζω |
|||