|
ο мед. зондирование; катетеризация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зондирование? — καθετηρίασμός как на (ново)греческом будет слово катетеризация? — καθετηρίασμός как с (ново)греческого переводится слово καθετηρίασμός? — зондирование, катетеризация — ζυγισμένος — απαίνευτος — μεθοκόππι — αλόφωτος — ουρανίσκος — καταδεχτικότητα — μαϊμουδιάρης — ξακολουθώ — μπουζουκομάνα — διπλόκωπος — χελωνήσιος — λοξοδρομία — απόκρυφα — καβαλλαρία — ἐπικονίασις — αποπληκτικός — αναρχίνιστος — διαπνέομαι — χειλαρού — απλόχωρος — ερήμαγμα |
|||