Новогреческий словарь
καθετηρίασμός
καθετηρίασμός
ο мед.
зондирование; катетеризация
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
зондирование
? —
καθετηρίασμός
как на
(ново)греческом
будет слово
катетеризация
? —
καθετηρίασμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
καθετηρίασμός
? — зондирование, катетеризация
#
(ново)греческий словарь
—
θειάφη
—
υδροϊωδικός
—
αδιάνθιστος
—
σόδιασμα
—
διέγνωσα
—
νεώριον
—
ευθειοποιώ
—
κωλοβελόνηδες
—
ακαος
—
λεπτολογώ
—
εμμάρτυρος
—
εκατομμυριοστό
—
καπνοβόρος
—
επιγαμία
—
αριστερόχερος
—
μεσημβρινοανατολικός
—
αψήλωτος
—
αδιακόσμητος
—
διαταράσσω
—
στρέφω
—
ευνουχισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω