|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μπαφιασμένος? — — περιττοσύλλαβος — Ούγγρος — οργανολογία — κακοαναθρεμμένος — αιματοκύλισμα — απόδαυλο — διλούβιος — αγιογραφώ — ταυτισμός — κακοθήλυκο — φτερνί — διαστρέφω — παύση — αυτοδηλητηριάζομαι — παράρτημα — γεώλοφος — αερομοτέρ — υπαλληλία — εμπύρευσις — χατιράκι — εισβολή |
|||