|
датировать; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово датировать? — χρονολογώ как с (ново)греческого переводится слово χρονολογώ? — датировать — καρδιοσάσιμο — ξαπολνώ — δίανθος — μπάσσος — φάουσα — μακρυχέρης — μαυράδα — λάγανον — μπουρί — αυτοτραυματίας — σεληνιάζομαι — κεφαλάρι — υπερετάω — τρικέρατος — καφουρά — μανομετρικός — νήδυμος — εξώδερμα — ακολουθώ — ανύχι — ξενοίκιαστος |
|||