Новогреческий словарь
χρονολογώ
χρονολογώ
датировать
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
датировать
? —
χρονολογώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρονολογώ
? — датировать
#
(ново)греческий словарь
—
πρωτεργάτισσα
—
κατσιβελιά
—
θρησκοληψία
—
χρεία
—
ρινόφωνος
—
Αγγλικανικός
—
σβερκιά
—
τραχανολαχανόσουπα
—
επιχορηγία
—
φουρτούνιασμα
—
λωτόμηλο
—
νούμερο
—
αναβοσβήνω
—
ευνοώ
—
αποκρυπτογράφησις
—
άσφαλος
—
αποσκιά
—
ψιλωτικός
—
δικτατορικός
—
αυτογέννηση
—
αντιμαρτυρώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,