|
обезуглероживать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обезуглероживать? — εξανθρακίζω как с (ново)греческого переводится слово εξανθρακίζω? — обезуглероживать — καμινευτήριο — μεταλακτήρας — γεάνθρακας — κεραμοηοιείο — κεντάω — καλσόν — ξυλοκόπημα — δωροδόκος — ξαναφέρνω — ενόχληση — έμπροσθεν — αποζύμωμα — γίγαντας — πανηγυρίστρια — σκληρόψυχος — οξογόνο — υπόκλιση — νοημοσύνη — λιθανθρακωρύχος — βιοκλιματολογία — εισπλέω |
|||