|
το сераль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сераль? — σεράι как с (ново)греческого переводится слово σεράι? — сераль — σφραγιδοφύλακας — αντιμεταδίδω — προαίσθηση — ψωρίτης — εκμηδενιστικός — χαρτοπετσέτα — πονόκαρδος — έλμινς — πυροστάτης — χαζογελώ — εκχύλιση — γουρουνάκι — γρασιδωτός — εκατοστάρικο — φιλαναγνώστρια — ενδυνάμωση — μελισσαριό — βολτατζάρω — αδέκαστος — ανένταλτος — καινοζωικός |
|||