|
ο подопечный; протеже (книжн.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подопечный? — προστατευόμενος как на (ново)греческом будет слово протеже? — προστατευόμενος как с (ново)греческого переводится слово προστατευόμενος? — подопечный, протеже — σκορδοφάγος — χρυσομάλλούσα — άρσενοκοιτία — κυνήγι — κατακύλιση — αναστάσιμος — μπουλτόγκ — αμάζευτος — ροπαλοειδής — αχυροκάλυβο — ισόμετρος — τριετής — αντίς — μοιρασιά — υπούργημα — ακατάτρεχτος — καφεΐνη — αντιβαλλόμενον — απαραίτητος — τετελεσμένος — μεδούλι |
|||