Новогреческий словарь
προστατευόμενος
προστατευόμεν|ος
ο
подопечный; протеже
(книжн.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
подопечный
? —
προστατευόμενος
как на
(ново)греческом
будет слово
протеже
? —
προστατευόμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
προστατευόμενος
? — подопечный, протеже
#
(ново)греческий словарь
—
γνώση
—
ανεμοδέρνομαι
—
ένηχος
—
πρόσφατον
—
ηθογραφία
—
κυανωτικός
—
σέρα
—
λαδερά
—
πολυτάλαντος
—
υγραίνομαι
—
εκάστοτε
—
τσιρότο
—
επιστήριξη
—
ξενύχτημα
—
πυρκαϊά
—
εξομολογητικός
—
δερματουργία
—
βοσκότοπος
—
κακοφέρνομαι
—
πλακωτός
—
καύσων
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω