Новогреческий словарь




προστατευόμενος

προστατευόμεν|ος
ο подопечный; протеже (книжн.)


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово подопечный? — προστατευόμενος
как на (ново)греческом будет слово протеже? — προστατευόμενος
как с (ново)греческого переводится слово προστατευόμενος? — подопечный, протеже


#(ново)греческий словарьγνώσηανεμοδέρνομαιένηχοςπρόσφατονηθογραφίακυανωτικόςσέραλαδεράπολυτάλαντοςυγραίνομαιεκάστοτετσιρότοεπιστήριξηξενύχτημαπυρκαϊάεξομολογητικόςδερματουργίαβοσκότοποςκακοφέρνομαιπλακωτόςκαύσων


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω