|
η мед. ларинготомия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ларинготомия? — λαρογγοτομία как с (ново)греческого переводится слово λαρογγοτομία? — ларинготомия — κινητό τηλέφωνο — μεθύσκω — ζουπάω — αυτοτραυμοτίζομαι — απλάνευτος — λουτροφόρος — δακρυογόνο — ανίσως — σκιαγραφικό — σβόμπος — ασέληνος — καταπίνω — ανιμισμός — γονιός — βλαχίλα — νουνά — ρετσίνι — γειτονοχώρα — κουκούλλα — ευμεταποίητος — πρέφα |
|||