|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σχοίνο? — — τσόλι — ανοικτο- — κοινωνιολόγος — επίδομα — βεζιρεία — ανακατεμένος — μετάδοση — μπόμπα — κάμερα — ασχημάνθρωπος — πορνοβοσκία — θερμόφιλος — δανδής — βαρκούλα — βριζαμιά — λαιμά — φρικωδία — δεντροφυτεία — αποκρουστήρας — μεταγράφω — διαπίστοση |
|||