|
ο, η человек средних лет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово человек средних лет? — μεσήλικας как с (ново)греческого переводится слово μεσήλικας? — человек средних лет — ξεσκισμένη — εμπύηση — αριστουργηματικός — άλεστος — προτάσσομαι — στολίδωσις — αποσυνθέτω — ταπεινοφρονώ — νοησιοκρατικός — κυριολεκτικός — στέκομαι — καταπροδίδω — ιππικός — προικοδοσία — συνάγκεια — δυνάμωμα — αγιοβασιλιάτικος — διεκρευστήρας — πλουσιόπαιδο — χαρτομάντης — κλεφταράς |
|||