|
ο колокольчик (тж. бот.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колокольчик? — κωδωνίσκος как с (ново)греческого переводится слово κωδωνίσκος? — колокольчик — αξαζούμενος — ανακοχλιώνω — μακέλλα — συμβουλώ — αλκαλοειδές — εναντιοδρομώ — λεόπαρδος — λίσγος — λιβανιστής — ερίφι — αποπάζαρα — κάπνισμα — αλληλεξάρτηση — αποστειρωτικός — κοινόλεκτος — σαθρότητα — δυσπιστώ — οντολογικά — αρχοντικός — αντοχή — ευνόητος |
|||