|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κομψεπίκομψος? — — οικοστολή — κάν — παιχνιδοκατασκευἠ — μπινελίκι — φραγκοδίφραγκα — εδρεύω — ασσαλος — μαρμαρυγή — βλαχοποιμήν — χερικό — ισόκλινος — φαταλισμός — ξεπροβόδισμα — ξανθομάλλης — λάτρης — εξαρτύομαι — τριζάτος — παρηγορούμαι — διεθνώς — ες — αδρίζω |
|||