|
ο заложник; παίρνω ομήρους — брать в заложники #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заложник? — όμηρος как с (ново)греческого переводится слово όμηρος? — заложник — φιλοζωϊκός — όρνιθα — δεκαεπτά — χρηστομάθεια — αντιστηρίζω — χειμωνιά — ακακοποίητος — αραχνώδης — κονίστρα — ακράνι — πυελοστομία — δασοσκεπής — γκαλόπ — εκπονώ — σησαμοπολτός — συμπιλητής — ελεεινά — ενοχλούμαι — κιργίσιος — λεξιγραφία — ρολόϊ |
|||