βοτανολόγιο

формы словаβ
βοτανολόγιο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово βοτανολόγιο? —


δασοχωροφύλακαςπτεροθύσανοςγεωλογικόςυπερκειμενικόςτουςζούδιοβασιλείαχολοστεαρικόςκακομελετώσιδηρόδεσμοςδουλευτάραφυλήκίναιδοςορείχαλκοςπιένααπίσχνασητένωνανθοβολιάάκληροςαγγλοφοβίακοντούτσικος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit