|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βοτανολόγιο? — — δασοχωροφύλακας — πτεροθύσανος — γεωλογικός — υπερκειμενικός — τους — ζούδιο — βασιλεία — χολοστεαρικός — κακομελετώ — σιδηρόδεσμος — δουλευτάρα — φυλή — κίναιδος — ορείχαλκος — πιένα — απίσχναση — τένων — ανθοβολιά — άκληρος — αγγλοφοβία — κοντούτσικος |
|||