|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πολφώδης? — — εμπορομανάβης — πολλαπλός — αβράχυντος — σκαλοπόδαρο — στηθοκατάρρους — επισκέπτης — μοσχοπληρώνω — μαντζαφλάρι — πιά — φτώχεια — γεννητικότητα — τριχρωματισμός — τραμβάι — ελαφροζυγιάζω — λησταποδοχή — ορνίθειος — αμμάστος — ασπαστός — τραπεζοϋπάλληλος — υποδιαίρεση — κεραμωτός |
|||