|
(-εως) η определение удельного веса молока #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово определение удельного веса молока? — γαλακτομέτρηση как с (ново)греческого переводится слово γαλακτομέτρηση? — определение удельного веса молока — γκρίζος — γαστρονομικός — κουρελαρία — βρακώνω — χρυσορρόας — βαθμιαίος — ανεμομάζωμα — αυτοσχεδιαστής — αρήμαχτος — ποικιλοτρόπως — ονείρεμα — οικουμενικότης — σκέψη — λαδικό — παροδικώς — παρακάτω — εξηνέχθην — πρόλοβος — αθυτος — σεισμογένεση — αμεριμνομέριμνος |
|||