|
обескураживающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обескураживающий? — αποθαρρυντικός как с (ново)греческого переводится слово αποθαρρυντικός? — обескураживающий — αγγλομαθής — χαμηλόφωνα — ασώρευτος — κροταλίας — ανάπλευση — αποβιβάζομαι — εστάθην — εγκρασίχολος — παγκοσμιοποιώ — μισοσκόταδο — ανεμολόγι — ορυζών — έκτη — ασυμμετρία — ανεπίγνωστα — Θεσσαλονικιός — δεκάτισμα — αυτοπλαστικός — βραχυκατάληκτος — αποδημητής — αεροαποβατικός |
|||