|
обанкротиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обанкротиться? — χρεωκοπώ как с (ново)греческого переводится слово χρεωκοπώ? — обанкротиться — εθελόντρια — βυζάνω — γεννητάτο — δελφικός — αιτώ — πολυφωνικός — εκσκάπτω — ανοιγοκλείνω — ιλυοδόχη — μηλιόρα — νταρντάνα — σπήλιο — γιδοκοπόπι — τσομπανόσκυλο — αυτοδημιουργούμαι — ανακρίνομαι — αποβλέπω — προγονικός — τριήραρχος — δρυοκόπος — αστρόμετρο |
|||