|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κωλοβάρεμα? — — διαρμίζω — καριόλα — γραφιδοπόλεμος — ακατάτρεχτος — καπνοθήκη — σταμναγκάθι — πλακούς — ἀποοσκοέω — πολεμοχαρής — αντεκδικούμαι — δυσφορώ — πολεμίστρα — ζωοτροφείο — αχυροστέγη — λαμαρίνα — επικροτώ — Βατοπέδι — ευχήθηκα — ουσιαστικός — βελονάκι — κλαράκι |
|||