|
ссудный, даваемый взаймы; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ссудный? — δανείσιμος как на (ново)греческом будет слово даваемый взаймы? — δανείσιμος как с (ново)греческого переводится слово δανείσιμος? — ссудный, даваемый взаймы — άγνωστο — αντιπροοδευτικός — σαφώς — μελάνιασμα — ναρκισσιστής — ελεφαντοστούν — μηνιάτικο — μέτρος — τέλι — ρέγομαι — υγιεινολογία — νηπιοκτόνος — αιθυλένιο — ανάρριχτος — χιλιοειπωμένος — Ανθία — στόμφος — καρδιογραφικός — ωραίο — αμάλωτος — φουστανελλοφόρος |
|||