|
η 1) любимая дочь; 2) единственная дочь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово любимая дочь? — ακριβοθυγατέρα как на (ново)греческом будет слово единственная дочь? — ακριβοθυγατέρα как с (ново)греческого переводится слово ακριβοθυγατέρα? — любимая дочь, единственная дочь — μισοτελειώνω — ναζιστικός — νεωλκείον — παρίστιο — σακχαρουρία — αρμοσφίγκτης — αναπομπή — σπασμωδικός — συμπολιτεία — γοργοπερνω — ναζιάρα — Κατοχή — τζανεριά — χασαπόπαιδο — στιλέτο — λόξευμα — υπόδειγμα — πλινθομηχανή — χρυσόβουλο — απελπίζω — δακτυλοδεικτώ |
|||