|
η 1) ботаника; 2) гербаризация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ботаника? — βοτανολογία как на (ново)греческом будет слово гербаризация? — βοτανολογία как с (ново)греческого переводится слово βοτανολογία? — ботаника, гербаризация — ιουδαϊκός — τζαμαρία — υποτονικότητα — πιπεριέρα — κουρσάρικος — ψυκτικός — διάπυρος — υψικόρυφος — επιχειρηματίας — ξενερίζω — χορεύτρια — απόξω — επίσημοι — αντάμα — ενυπόγραφος — φόρτωση — παραίτιος — μαδαρῶ — καφεμπρίκι — κλείδας — καταπρόδωση |
|||