|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαλάκω? — — σπερματίας — ανεμολόγιο — προσχηματικώς — σκάρτος — διίστιος — πλειότερος — λεγάτο — ασπρολούλουδο — διαυγής — βίδα — εικονολατρία — ασπροπρόσωπος — γυψάδικο — ξεκουμπώνομαι — σταφίδα — συμπάω — θηλυπρεπής — κομψαίνω — μπουζουριάζω — αποστάτης — διορατικότητα |
|||