καταπιστευματοδόχος

формы словаβ
καταπιστευματοδόχος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово καταπιστευματοδόχος? —


χρωματουργόςνεύροομοιογενοποίησηβαρδιόλααδράζωεπαιτιώμαιδιάμεστοςχορτάριασμααπαθήςπάρεδροςπηδώαλληλοσεβασμόςευθυμολογώχείλοςδυσπιστίαεπιγονατίδασπαστικόςαιδοιολειχίανεκροφόραυστερολογίαδιαθεσιμότητα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit