|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καταπιστευματοδόχος? — — χρωματουργός — νεύρο — ομοιογενοποίηση — βαρδιόλα — αδράζω — επαιτιώμαι — διάμεστος — χορτάριασμα — απαθής — πάρεδρος — πηδώ — αλληλοσεβασμός — ευθυμολογώ — χείλος — δυσπιστία — επιγονατίδα — σπαστικός — αιδοιολειχία — νεκροφόρα — υστερολογία — διαθεσιμότητα |
|||