|
конфисковать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конфисковать? — δημεύω как с (ново)греческого переводится слово δημεύω? — конфисковать — διάγνωση — βρυγμός — αποπληρωμή — σηκωτός — αντιπυροβολείο — συκοφάγος — αρπαχτικότητα — πλατέα — εύρετρα — εκλεκτικός — χιονοθλασία — μανίτσα — Ψωροκώσταινα — πεντηκοντάκις — κλέφτω — ξελαρυγγιάζομαι — βρώσιμος — αισθητήριος — σταφνοκάκι — συμπυκνωτικός — χηρεύω |
|||