δημεύω

формы словаβ
δημεύω
конфисковать



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово конфисковать? — δημεύω
как с (ново)греческого переводится слово δημεύω? — конфисковать


διάγνωσηβρυγμόςαποπληρωμήσηκωτόςαντιπυροβολείοσυκοφάγοςαρπαχτικότηταπλατέαεύρετραεκλεκτικόςχιονοθλασίαμανίτσαΨωροκώσταιναπεντηκοντάκιςκλέφτωξελαρυγγιάζομαιβρώσιμοςαισθητήριοςσταφνοκάκισυμπυκνωτικόςχηρεύω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit