|
(-ητος) η академичность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово академичность? — ακαδημαϊκότης как с (ново)греческого переводится слово ακαδημαϊκότης? — академичность — κουμπές — απρόσφορος — πτώχεψη — εντοσούτω — ντροπή — ορμίζω — σκαρτάρω — μεσοδόκι — ετάζω — ονοματικός — πέτσινος — απολυμαντικός — αντηχητικός — εκκρουση — γυναικοφέρσιμο — ψυχοπατέρας — μέλω — επωφελούμαι — ταφόπετρα — αγωνοθεσία — βολεύω |
|||