|
мед. экссудативный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экссудативный? — εξιδρωματικός как с (ново)греческого переводится слово εξιδρωματικός? — экссудативный — ξένα — ξεμπερδεμός — κηπούπολη — επιχειρηματίας — έγκρυπτος — κόσμια — καλάρω — μισοντυμένος — δοκαρωσιά — βιοαποδομήσιμος — κρυφοδαγκανιάρης — ανεγνώριγος — φιμός — ακμή — οπλοφόρος — παγετώδης — είθισται — πλησιφαής — εόρτιος — γαλαζόμαυρος — λώβα |
|||