|
сморкаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сморкаться? — απομυξίζομαι как с (ново)греческого переводится слово απομυξίζομαι? — сморкаться — προβλέπω — πρωτοστατώ — ψήφιση — εναντίον — λαϊκίστικος — ακρώρεια — μίμηση — τρίδυμα — δικινητήριο — σαλοτραπεζαρία — λεμβοδρομία — διαβολέας — πιέτα — ζιμπίλι — τριμηνιαίος — γονότυπος — απόπιομα — κνημιαίος — ουροδοχείο — μηλοβολώ — αντιλογιούμαι |
|||