|
η смягчение, размягчение; ~ τού εγκεφάλου — мед. размягчение мозга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смягчение? — μαλάκυνση как на (ново)греческом будет слово размягчение? — μαλάκυνση как с (ново)греческого переводится слово μαλάκυνση? — смягчение, размягчение — πεπονάκι — πανέρημος — αναθυμιά — εποικοδομητικά — μηλίνη — απολωλώς — ελαιοφάγος — ριμαδόρος — γενική — συγκυριακά — πρεσβεία — φεγγαρήσιος — μηλιόρι — βιογράφος — προγραμματισμός — ατασθαλία — θολερός — αναζωπύρωση — χαλίκωση — μεσόζωα — δαφνοκέρασος |
|||