|
η мед. аппендицит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аппендицит? — σκωληκοειδίτιδα как с (ново)греческого переводится слово σκωληκοειδίτιδα? — аппендицит — παννένιος — μουστερίδισσα — γυναικολατρεία — αντεννοκάταρτο — οξοποιία — νερομπογιά — οκταγωνικός — καλούδια — χνάρι — αμφισρήτηση — ονομαστί — εξακοσιοστο — εμπαίζω — γωνίασμός — πεταγμένος — γλυκότητα — γρανιτώδης — έχομαι — ατμοκινητήρας — αντυτος — ξεπρήζομαι |
|||