|
το 1) удваивание; 2) воен. сдваивание (рядов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удваивание? — διπλασίασμα как на (ново)греческом будет слово сдваивание? — διπλασίασμα как с (ново)греческого переводится слово διπλασίασμα? — удваивание, сдваивание — μεσοποτάμιος — δεκαπενταέτης — εξήλθον — ετεροτοπία — εμποριολόγος — σουτάρω — δυάρι — ηλεκτροκαλλιέργεια — βαλλιπέδιον — τριακόσια — τρελλάρας — τρομοκράτης — πλανερός — μετάξι — μικρολόγος — βυνοποιία — ατάξιδος — καταμαρτύρηση — επιδόρπια — αμολλιέμαι — έγχυμα |
|||