|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λευκαντικό? — — τσιότρα — ιώδης — ακυριολεξία — σελιδοποιητικός — ραχατλίκι — εξάλειψη — φύσκα — επαλλαγή — κρυσταλλώνω — υπερασπιστής — εγκεχυμένος — ευπρόσωπος — αγρίνιαστα — κουτσαίνω — δαγκανιά — αλληλοδιαδόχως — κατάβρεγμα — κοπιώδης — αφήγηση — έτυχα — καζίκι |
|||