συνεισφερόμενος

формы словаβ
συνεισφερόμενος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово συνεισφερόμενος? —


Σλοβάκακεφαλικόςεπικοινωνιακόςοστρακοειδήσκερτσόζαφαρμάκωμααδροκάμωτοςαυγοκάσαλιγότεροαθυτοςστιχοπλόκοςεπίσιοντραυματικόςρημαγμένοςσελιδοθέτηςιζηματογένεσηαλγεριακόςαραθυμώπροεισροήβιομηχανοποίησηαμφικτιονικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit