|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνεισφερόμενος? — — Σλοβάκα — κεφαλικός — επικοινωνιακός — οστρακοειδή — σκερτσόζα — φαρμάκωμα — αδροκάμωτος — αυγοκάσα — λιγότερο — αθυτος — στιχοπλόκος — επίσιον — τραυματικός — ρημαγμένος — σελιδοθέτης — ιζηματογένεση — αλγεριακός — αραθυμώ — προεισροή — βιομηχανοποίηση — αμφικτιονικός |
|||