|
таксист #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ταξιτζής? — — καφετερί — ρουφηγματιά — μετασχηματισμένος — επιστρόφια — άθιχτος — εφταμηνίτικος — ανερώτηγος — τηλεφωνήτρια — κουβαρομαζεύομαι — νερουλιάρικος — θήρευμα — καλνώ — σακατεύω — βροχοσκόπία — άργεμον — αυτοδιέγερση — αροτριάζω — αναπολούμενος — πανοσιότητα — φαυλότητα — εντοίχιση |
|||