|
(идущий) с суши; ο ~ (άνεμος) — ветер с суши #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с суши? — απόγειος как с (ново)греческого переводится слово απόγειος? — с суши — μπαταξού — χρειώδης — στρογγυλώνω — επειξις — ανθρακοποιός — μοσχαράκι — βουργάρικα — γνωριστής — χρωματογράφος — νηοπομπή — αμοιβαδοειδής — γκεργκέφι — οργανωμένος — πετρελαιοθήκη — αρθρογραφία — ενυδρείο — πολεμόω — βοτανολογικός — γούμενος — δαμίάστρια — αποβουτυρωμένος |
|||