|
το прям., перен. арсенал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово арсенал? — οπλοστάσιο как с (ново)греческого переводится слово οπλοστάσιο? — арсенал — ανοφθαλμία — τρείς — φαλλός — ανερώτηγα — αμαυρωτής — σκανδαλοθηρίο — ποτοποιία — περίσφιγξη — περονόσπορος — βροβεύσιμος — εγκαίνια — ακουστικός — εκτοκύκλιο — ψιθύρισμα — ελήσιος — άλλοθι — τσέπη — πατερντί — ντετερμινιστικός — αναβίωση — εξάεδρον |
|||