|
το промокашка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово промокашка? — στουπόχορτο как с (ново)греческого переводится слово στουπόχορτο? — промокашка — αγρολήπτης — νηστίσιμος — επενεργών — ημείς — απογόνι — αγρίλλιαστος — απροίκιστη — βουτυρώνω — σλαυολόγος — πτωτικός — ανεξικακία — πρωρεύς — εποικοδομητικός — αναίτια — διασπασμένος — νομοταγής — γοργός — κολοκοτρώνης — μπατζανάκης — αλκαλοειδές — δημόσια |
|||