|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψεκαστικός? — — ανώφελος — μερισματόγραφο — αφεντικό — ρυμουλκημένος — ηδονιστικός — ακροσύρτης — δημοπρόβλητος — ευπρεπώς — σπιουνιάρω — γραφειοκράτης — ακατάγραπτος — λοφίσκος — συνεκφέρω — αρνησίπατριδα — διαγουμισμένος — σερέτης — μαλακούλης — μελίτακας — ασβεστόχριση — ανακατεψιάρης — αφίνω |
|||