|
I (γεν. μηνός) ο месяц; πρό ενός ~ός — месяц тому назад; εντός (ενός) μηνός — в течении (одного) месяца; εν μηνί Ιανουαρίω — в январе месяце; μετά έναν ~α — через месяц; ενός μηνός παράτασις — продление на один месяц; πόσες τού μηνός έχουμε σήμερα; — [phrase]какое сегодня число?[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово месяц? — μήν как с (ново)греческого переводится слово μήν? — месяц — χασκαρίζω — παρώνυμος — υδρωπάζω — εγχρίω — εφημεριδογραφικός — παχύνω — ελαιοπώλης — λιθόστρωμα — γαλακτοζύγιο — παλαμάκια — τυλίσσομαι — επαύριον — υπερωριμάζω — χιονόπτωση — ανδρισμός — αδενεκτομή — ορφάνια — ανακουφίζω — αγέρας — ζούπηγμα — μέλλω |
|||