μήν I (γεν. μηνός) ο месяц; πρό ενός ~ός — месяц тому назад; εντός (ενός) μηνός — в течении (одного) месяца; εν μηνί Ιανουαρίω — в январе месяце; μετά έναν ~α — через месяц; ενός μηνός παράτασις — продление на один месяц; πόσες τού μηνός έχουμε σήμερα; — [phrase]какое сегодня число?[/phrase]