|
(-ήρος) ο 1) клешня; 2) тех. губа (клещей и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клешня? — δηκτήρ как на (ново)греческом будет слово губа? — δηκτήρ как с (ново)греческого переводится слово δηκτήρ? — клешня, губа — σημαδεύομαι — ξυλοφάγος — εξαρτίζω — ψιλικατζής — βιβλιοφοβία — ακροφιλότιμος — ξυλάριον — συμφεροντολογία — στιλπνότητα — κουρμπάτσι — κοκκινογούλι — εμπειριοκρατικός — στρέμμα — κιγκλίδωμα — σταυρωτά — αμαξουργία — καφετής — κατρουλιό — πανέρμος — φαιάνθρακας — απογυμνίωνω |
|||