|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αξιωματικά? — — κρεμανταλάς — σαφράνι — μελόπιτα — πέμπω — αραποφάσουλο — άμελος — γραπώνω — εταιριστής — κλεπτομανία — δείπνο — ακλωνος — οικονομικά — σήπομαι — παντρολογήματα — Φραγκισκανοί — πιθηκισμός — αναλγητικός — ενδώσμωση — γλυτώνω — πεσκαδούρος — λιγοθύμισμα |
|||